δρεπάνια

δρεπάνια
δρεπάνιον
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δρεπανία — η ζωολ. γαστερόποδο μαλάκιο τής οικογένειας πολυκερίδες …   Dictionary of Greek

  • δρεπανιά — η 1. πλήγμα, χτύπημα με δρεπάνι 2. ποσότητα που θερίζεται με ένα χτύπημα δρεπανιού …   Dictionary of Greek

  • δρεπανιά — η 1. η ποσότητα που μπορεί να κόψει με ένα χτύπημα το δρεπάνι. 2. χτύπημα με δρεπάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Σπάρτης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό κτίριο που βρίσκεται στο κέντρο της σύγχρονης πόλης. Ο αρχικός πυρήνας του κτιρίου χτίστηκε το 1874, σε σχέδια του Δανού αρχιτέκτονα Κρίστιαν Χάνσεν, και ήταν το πρώτο μουσείο που… …   Dictionary of Greek

  • νεολιθική εποχή — Η περίοδος της προϊστορίας από το 7000 π.Χ. έως περίπου το 2000 π.Χ., κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος, περνώντας από το θηρευτικό στο γεωργικό στάδιο, θεμελίωσε αργά και μεθοδικά τον πολιτικό του βίο πάνω στη νέα παραγωγική οικονομία και… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • δρεπάνισμα — και δρεπάνιασμα, το [δρεπανίζω] 1. θέρισμα, θερισμός 2. χτύπημα δρεπάνου, δρεπανιά …   Dictionary of Greek

  • δρεπανηφόρος — α, ο (AM δρεπανηφόρος, ον) αυτός που έχει ή που κρατά δρεπάνι αρχ. «ἅρμα δρεπανηφόρον» άρμα που είναι εφοδιασμένο και από τις δύο πλευρές με δρεπάνια για να τραυματίζει τους εχθρούς …   Dictionary of Greek

  • δρεπανοποιός — ο αυτός που κατασκευάζει δρεπάνια …   Dictionary of Greek

  • κρίνος — Κοινή ονομασία φυτών του γένους Lilium της οικογένειας των λιλιιδών ή λειριιδών (μονοκoτυλήδονα). Πρόκειται για βολβόρριζες πόες, οι βολβοί των οποίων χαρακτηρίζονται από την ανοιχτή κατασκευή τους. Από τον βολβό φύεται ένας μοναδικός ασχιδής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”